Φιλολογικά Μονοπάτια
Wikipedia
Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024
ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ
Η Μεγάλη Ιδέα [1] ήταν αλυτρωτικό κίνημα και η κύρια πολιτική του Ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή, η οποία είχε στόχο το Ελληνικό Κράτος να απελευθερώσει όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν μεγάλοι Ελληνικοί πληθυσμοί, και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν σε Έλληνες την αρχαία εποχή (Νότια Βαλκάνια, Μικρά Ασία)[2]. Επί της ουσίας πρόκειται για αλυτρωτικό ελληνικό οραματισμό, τον οποίο εμπνεύσθηκε ως όρο για δημαγωγικούς λόγους ο πρώτος Συνταγματικός πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης στα μέσα του 19ου αιώνα και στον οποίο στήριξε ολόκληρη την πολιτική του. Αναφέρεται στην προσπάθεια επανάκτησης των χαμένων εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και παρέμεινε ως στόχος ουσιαστικά όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η Μεγάλη Ιδέα είναι μια έννοια ποικιλόμορφη,[3] ανάλογη προς το πεδίο μέσα στο οποίο εκφράζεται στη διάρκεια αυτής της περιόδου, γεγονός που την καθιστά εν μέρει προβληματική για την ιστορική έρευνα. Η ανάδυση τούτης της ιδέας στη συλλογική συνείδηση του νεαρού ελληνικού κράτους δεν είναι αυθύπαρκτη ή στιγμιαία, αλλά φαίνεται να έρχεται ως αποτέλεσμα της ανάδυσης του φαινομένου των ενσυνείδητων εθνικιστικών κινημάτων της Ευρώπης του 19ου αιώνα,[4] προσλαμβάνοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι σε ένα βαθμό αναγκαία η γνώση ενός γενικού περιγράμματος των γεγονότων που οδήγησαν την Ευρώπη σε μια περίοδο αναταραχών και επαναστάσεων και κατ' επέκταση σε αυτά που ο Έρικ Χομπσμπάουμ αποκαλεί «ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα».
Η Εποχή των επαναστάσεων Στην Ευρώπη κατά το τέλος του 18ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα συντελείται μια διπλή επανάσταση. Αρχικά αυτή που ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση», η οποία αλλάζει θεαματικά το δυναμικό της παραγωγικής ικανότητας σε πολλά πεδία και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας τινάζοντας στον αέρα τις παραδοσιακές κοινωνίες και οικονομίες του ευρωπαϊκού κόσμου. Κατόπιν έρχεται η Γαλλική Επανάσταση, η οποία προσφέρει το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής άποψης και γίνεται η έμπνευση για έναν οικουμενικό, σχεδόν, ξεσηκωμό, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό[1]. Ο όρος οικουμενικός δικαιολογείται, αν ανατρέξει κανείς σε παγκόσμιους ιστορικούς χάρτες[2] και δει πόσα απελευθερωτικά κινήματα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στο 1811 και το 1840, παράλληλα με την παγκόσμια βρετανική οικονομική διείσδυση που αντλεί τη δύναμή της από τη βιομηχανική επανάσταση. Από την κήρυξη του πολέμου των Η.Π.Α. στους Βρετανούς και τη βρετανική διείσδυση στην Ιάβα το 1812, το Μονοπώλιο των Ανατολικών Ινδιών, τους πολέμους για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής και τον Σιμόν Μπολιβάρ 1811-1826), την εξέγερση στην Πορτογαλία (1820), την επανάσταση των φιλελεύθερων στην Ισπανία (1820), ως την εξέγερση του Μεξικού (1822), την εξέγερση της Πολωνίας (1830), τα πρώτα συνδικάτα των βρετανών εργατών και την πρώτη νομοθεσία για την απαγόρευση της παιδικής εργασίας (1819), ο κόσμος –και εκείνος που συνδεόταν εξαρχής με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και εκείνος που μόλις τώρα τη γνωρίζει- συγκλονίζεται κυριολεκτικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα της γενικής εξέγερσης προς τον στόχο του αυτοπροσδιορισμού καθιερώνεται ο όρος εθνικισμός ως τάση δημιουργίας ενός εθνικού κράτους ή εθνικής απελευθέρωσης από ξένο κατακτητή. Αυτή είναι η αρχική σημασία του όρου κατά τον 19ο αιώνα και όχι η μεταγενέστερη, που πλησιάζει ενίοτε την έννοια του σωβινισμού[3]. Αποτέλεσμα του αναβρασμού είναι η ανάδειξη νέων κοινωνικών τάξεων που διεκδικούν το δικαίωμα να μιλούν εκ μέρους του λαού, να τον συσπειρώνουν και να τον εξεγείρουν ενάντια στις κατεστημένες μοναρχίες ή αυτοκρατορίες. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα είναι αστικός, στον βαθμό που στηρίζεται στα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά στρώματα, τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους διανοούμενους[4]. Είχε δηλαδή μεγάλη σχέση με τις μορφωμένες τάξεις, γεγονός που ώθησε στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της επαναστατικής πρωτοπορίας μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παρόλα αυτά, η διαμόρφωση του ενσυνείδητου εθνικισμού σε αυτή την περίοδο δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη μόρφωση, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού είναι ακόμη αναλφάβητο. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της πείνας, οι πατριωτικές μυθολογίες, ακόμη και ο έντονος τοπικισμός ως ενάντια δύναμη, είναι παράμετροι που δεν μπορούν να αγνοηθούν στην αναζήτηση των αιτίων διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης. Σύμφωνα με τον Καρλ Ντόιτς (Karl Deutsch) (1961), ο εθνικισμός διαμορφώνεται ανάλογα με τις δομές της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται[5]. Έτσι, ο ελληνικός εθνικισμός παρουσιάζει τη δική του ιδιομορφία, στην οποία παρατηρείται ένας συγκερασμός των ιδεών του αστικού εθνικισμού της Γαλλικής Επανάστασης και του έντονου τοπικισμού, διεγερτικού ωστόσο σε εξέγερσεις ενάντια σε κάθε μορφής διακυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι ο τόπος στον οποίο ολόκληρος ο λαός, παρόλες τις καχυποψίες και τις εσωτερικές του αντιθέσεις, ξεσηκώθηκε για να διεκδικήσει ένοπλα το δικαίωμά του στην εθνική αυτοδιάθεση[6]. Εκεί που στην Ιταλία το κίνημα των Νοτιοϊταλών Καρμπονάρων απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να προσηλυτίσει τους δικούς του ληστές, στην Ελλάδα η Φιλική Εταιρεία με τη δράση της είχε φροντίσει να ελκύσει στους κόλπους της τους ορεσίβιους παράνομους, με αποτέλεσμα να εναρμονίσει αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία - διανοούμενους, «κλέφτες», πρόκριτους κ.α.- προς τον σκοπό του κοινού απελευθερωτικού αγώνα. Οι τοπικιστικές διαφορές και αντιζηλίες αναβίωσαν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής στη μετεπαναστατική περίοδο. Η συρροή Ελλήνων που δε γεννήθηκαν στις επαναστατημένες περιοχές στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έδωσε την αφορμή για τη δημιουργία νέων αντιθέσεων ανάμεσα στους αυτόχθονες γηγενείς και τους ετερόχθονες, εκείνους δηλαδή που έρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, τα Επτάνησα ή τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς[7]. Ωστόσο, αυτή η διαμάχη μετριαζόταν σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, της ιδεολογικής έκφρασης του ελληνικού εθνικισμού, που είχε ως στόχο της την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό την τουρκική κυριαρχία και την ενσωμάτωσή τους σε ένα έθνος-κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη[8] . Η Μεγάλη Ιδέα και η αλυτρωτική πολιτική Το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας προϋπήρξε ως πηγή έμπνευσης για τη Φιλική Εταιρεία, η οποία οργανώθηκε στην Οδησσό το 1814 και σχεδίασε την Ελληνική Επανάσταση. Ο Αριστείδης Ρέντης, στις συζητήσεις που έγιναν για το θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, προέβαλε την ισότητα των δικαιωμάτων όλων των Ελλήνων, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, διακηρύσσοντας με θάρρος πως η Ελληνική επανάσταση, σκοπός της οποίας ήταν η απελευθέρωση όλων των ελληνικών επαρχιών, δεν είχε τερματιστεί, αφού ο στόχος της δεν είχε επιτευχθεί ακόμα. «Από την άποψη αυτή είναι ο πρώτος που διατύπωσε την έννοια της Μεγάλης Ιδέας (χωρίς φυσικά να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο),πριν από τον πολύκροτο λόγο του Κωλέττη».[5] Ωστόσο, ως όρος πρωτοεμφανίστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1844 με την ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση[9]. Από τότε και για όλο τον 19ο αιώνα καθίσταται διαρκής ιδεολογική αναφορά του νεαρού ελληνικού κράτους, καθώς θέτει την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου, άλλοτε ως σημείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νομιμοποίησης της εκάστοτε προτεινόμενης πολιτικής[10] . Ωστόσο, αποσυνδέεται γοργά από το πρόσωπο του Κωλέττη και γίνεται κτήμα της εκάστοτε πολιτικής διακυβέρνησης, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης[11] . Η Μεγάλη Ιδέα συνδέεται άρρηκτα με μια άλλη έννοια, σχεδόν ταυτόσημη, εκείνη του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός είναι ο κεντρικός πολιτικός άξονας του νεαρού πολιτικού κράτους. Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών είναι ταυτόχρονα φυσική επιταγή και θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής να κινητοποιούν συχνά πολύ κόσμο. Ο κόσμος αυτός βέβαια, δραστηριοποιείτο συχνά υπέρ μίας ασύμφορης επεκτατικής πολιτικής, η οποία είχε ενίοτε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική υπόθεση, αλλά ήταν ικανή να νομιμοποιήσει τον θρόνο και τους πολιτικούς που τη χρησιμοποιούσαν[12] . Ο αλυτρωτισμός και η Μεγάλη Ιδέα συμβαδίζουν στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν είναι έννοιες τυχαίες που παρουσιάστηκαν στην εκφορά του λόγου ενός πολιτικού, όπως ο Κωλέττης. Διαθέτουν ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που χτίστηκε με συγκεκριμένες προσπάθειες. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της Ευρώπης γενικότερα συνδέθηκε με την αναζήτηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε λαού, που στην προκειμένη περίπτωση για την Ελλάδα ήταν τα δημοτικά τραγούδια. Η πρώτη προσπάθεια ενοποίησης και έκδοσης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε από τον Claude Fauriel στο Παρίσι το 1824. Η σημαντικότερη έκδοση έγινε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στην Κέρκυρα, με την ταυτόχρονη προβολή της άποψης για τη στενή συγγένεια των δημοτικών τραγουδιών με αντίστοιχα της αρχαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να τονιστεί η θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού[13] . Τη Μεγάλη ιδέα και τη σχέση της με τη θρησκεία εκφράζει η υπόθεση της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, μιας συνομωτικής οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε πιθανώς τον Ιούνιο του 1839[14], με τη συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων του φιλορωσικού κόμματος. Στόχος της ήταν η προάσπιση των παραδοσιακών αξιών και κυρίως της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας και η εξάπλωση των ιδεών του αλυτρωτισμού. Τα αποτελέσματα της δράσης της και του ρεύματος που εκπροσωπούσε, ενάντια στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, φάνηκαν ιδιαίτερα στη διαμάχη για το εκκλησιαστικό ζήτημα και τις πρώτες εξεγέρσεις από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους [15] . Ωστόσο, για την ολοκλήρωση του αναγκαίου μύθου πάνω στον οποίο στηρίζεται η Μεγάλη Ιδέα, απαιτείται κάτι παραπάνω, η απόδειξη της ενότητας του Ελληνισμού στον χώρο και τον χρόνο και ηαδιάσπαστη συνέχειά του στο ποτάμι του χρόνου. Αυτό το στόχο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος αποκαθιστά στο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο της ελληνικής αρχαιότητας και του νεότερου Ελληνισμού. Θεωρεί μάλιστα την προσφορά του Βυζαντίου σημαντικότερη, γιατί τότε ενοποιήθηκε πολιτικά ο Ελληνισμός [16] . Η Μεγάλη Ιδέα κυοφορεί ένα πολιτικό πρόταγμα, για την πραγματοποίηση του οποίου η ελληνική κοινωνία φαίνεται αισιόδοξη. Παρόλα αυτά το νεαρό ελληνικό κράτος δεν έχει τις απαιτούμενες οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, ούτε τους απαιτούμενους συμμάχους[18]. Έτσι, στα αποκαλούμενα Ηπειροθεσσαλικά, στις απαρχές του Κριμαϊκού Πολέμου, γίνεται η πρώτη από μια σειρά αποτυχημένες προσπάθειες να υλοποιηθεί η αλυτρωτική πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Στις αρχές του 1854 πυρήνας εθελοντών εισήλθε στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για τη δημιουργία απελευθερωτικού κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά αρνητικών ενεργειών για τη χώρα, οι οποίες κορυφώθηκαν με τον αποκλεισμό του Πειραιά από τον αγγλογαλλικό στόλο, την κατοχή της Αθήνας, την πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και τον σχηματισμό του Υπουργείου Κατοχής με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο [17] . Εσωτερική Πολιτική Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική δεν είναι ο μοναδικός τομέας που επηρεάστηκε από τη Μεγάλη Ιδέα. Επηρεάστηκε αναμφισβήτητα και η εσωτερική πολιτική, η οποία εξαρτάτο σε ένα μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση των ιδεών περί αλυτρωτισμού. Ως παράδειγμα αρκεί να αναφέρουμε τον διπολισμό της πολιτικής ζωής στην περίοδο 1883-1895. Στις εκλογές του 1881 ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και προώθησε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό έλεγχο με βάση το αγγλικό πρότυπο. Στόχος ήταν η ανόρθωση της οικονομίας, έτσι ώστε το ελληνικό βασίλειο να προωθήσει αποτελεσματικά τις διεκδικήσεις του στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Θ. Δηλιγιάννης από την άλλη πλευρά, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του τις αντιμαχόμενες προς τον Τρικούπη δυνάμεις, επιθυμούσε τον κρατικό έλεγχο και έβλεπε την οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους μέσω της εκμετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωματώνονταν. Και οι δύο μεθοδεύσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχουν ως στόχο τους τον επεκτατισμό. Έναν επεκτατισμό που ευνοούσε τα όνειρα και τις προσδοκίες ενός φτωχού ουσιαστικά λαού για ένα ανθηρό μέλλον, οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν πραγματικότητα [18]. Η επεκτατική πολιτική απαιτεί μάλλον οικονομικές θυσίες εξαιτίας των υπέρογκων δαπανών για τη συντήρηση τακτικών στρατευμάτων παρά οικονομικές παροχές και ελαφρύνσεις. Το τέλος του 19ου αιώνα έφερε και το τέλος μιας αυταπάτης. Η Ελλάδα χρεωκοπημένη οικονομικά, ηττήθηκε και πολιτικά και στρατιωτικά με τον πόλεμο του 1897 [19]. Εκεί, μέσα σε ένα μήνα έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που της δόθηκαν μέσω της διπλωματίας πριν από μια δεκαπενταετία. Αν και οι τελικές εδαφικές απώλειες μετά την ανακωχή ήταν μικρές, οι πληγές που δημιούργησε η ήττα στον κοινωνικό ιστό ήταν μεγάλες. Παρόλα αυτά η Μεγάλη Ιδέα θα επιζήσει στον 20ό αιώνα και εφαρμοσμένη στην εξωτερική πολιτική θα προκαλέσει νέες καταστροφές. Η μακροβιότητά της -ακόμα και στη σύγχρονη εποχή μας- είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, αν δεχθούμε ότι πέρα από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε στα χείλη της εξουσίας, οι επαγγελίες της είχαν μια έντονη απήχηση στις μάζες και ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Επίσης, ως ένα βαθμό λειτουργούσε ως κανάλι εκτόνωσης των εσωτερικών κοινωνικών πιέσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο παρά σε φαντασιώσεις πολιτικού ρομαντισμού [20] . Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν αρνούνται πως εφαρμοσμένη σε άλλους κοινωνικούς τομείς η Μεγάλη Ιδέα και το ιδεολογικό της υπόβαθρο είχαν μια θετική απήχηση. Ο Διαφωτισμός και η χρήση της ιδεολογίας του Εθνικισμού και του Φιλελευθερισμού επέβαλε μια σύγκρουση με τις παραδοσιακές και τοπικά προσανατολισμένες απόψεις των αυτόχθονων ομάδων, οι οποίες έκλιναν προς τη διατήρηση του παλαιού φεουδαρχικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την αναταραχή σε διαφορετικά σημεία του κοινωνικού ιστού. Ένα τέτοιο σημείο ήταν και η γέννηση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, η οποία έχει τη βάση της στην ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να ξεφύγει από τις ανατολίτικες παραδόσεις και να στραφεί στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού [22]. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η γυναίκα των μεσαίων αστικών στρωμάτων στην Ελλάδα μεταβάλλει τη συμπεριφορά της και διεκδικεί τις δικές της ιδέες για τη θέση της στην κοινωνία. Το προηγούμενο ήδη υπάρχει από τις πρώτες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμά τους να καταταγούν στον τακτικό στρατό ή τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία για την εκλογή του νέου βασιλέα των Ελλήνων [23]. Οι ιδέες περί Ισότητας και Ελευθερίας, πάνω στις οποίες στηρίζεται υποθετικά η νέα κοινωνική οργάνωση, της δίνουν το δικαίωμα να συμμετέχει, να εκπαιδεύεται, να εργάζεται και να διεκδικεί. Σημαντική είναι, επίσης, η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας σε θέματα που αφορούν στην εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, απαιτείται ομοιογένεια σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο. Έτσι γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να στηθούν σχολεία ακόμη και εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας σε μια προσπάθεια εξελληνισμού των βαλκανικών πληθυσμών. Αρχικά -έως το 1830- η ελληνοφώνηση ατόμων ή και συνόλων δε συνάντησε αντιστάσεις, καθώς δεν είχαν συγκροτηθεί οι υπόλοιπες βαλκανικές συνειδήσεις. Αργότερα ο εξελληνισμός των Βαλκανίων υποχώρησε, ενώ τα βουλγαρικά και τα ρουμανικά σχολεία άρχισαν να ανταγωνίζονται με επιτυχία τα ελληνικά[24]. Τα υψηλά ποσοστά των μαθητών που παρατηρούνταν, τόσο σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας όσο και σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δείχνουν πως δεν υπήρχαν κοινωνικοί ή οικονομικοί φραγμοί σε σχέση με την εκπαίδευση. Σε μια χώρα κατά βάση αγροτική η ολοκλήρωση ενός κύκλου σπουδών οδηγούσε στο δημόσιο και την κοινωνική καταξίωση[25], παράγοντας έτσι μια νοοτροπία που ακόμη και σήμερα ταλαιπωρεί τον επαγγελματικό προσανατολισμό των Ελλήνων.
Τρίτη 2 Ιουλίου 2024
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 1870 - 1871 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ
H αγροτική μεταρρύθμιση του Αλ. Κουμουνδούρου
on H αγροτική μεταρρύθμιση του Αλ. ΚουμουνδούρουΑ. Ποιος ήταν ο Α. Κουμουνδούρος:
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα αποτελεί ο Μεσσήνιος Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Ο σπουδαίος αυτός πολιτικός άνδρας γεννήθηκε το 1817- ή, κατ’ άλλους, το 1815- στη Σέλιτσα Μεσσηνίας και, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Ναύπλιο, γράφτηκε στην Νομική σχολή του «Οθώνειου» πανεπιστημίου Αθηνών.
Η «πλούσια», όπως απεδείχθη, δραστηριότητα του βιογραφουμένου μας ξεκίνησε το 1841, όταν και πολέμησε στην επανάσταση του «Χαιρέτη- Βασιλογιώργη», η οποία «έλαβε χώρα» στην Κρήτη. Διακρίθηκε στη μάχη του Αποκορώνου, στο πλευρό Κρητών οπλαρχηγών. [1]
Αν και σύντομα έγινε στην Καλαμάτα αντιεισαγγελέας, το 1851 εγκατέλειψε το επάγγελμά του, για να πολιτευθεί. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 έως τον θάνατό του εκλεγόταν βουλευτής Μεσσήνης. Σαφέστερα, χρημάτισε- μεταξύ άλλων- πολλές φορές υπουργός και δέκα φορές πρωθυπουργός.
Ας σημειωθεί ότι, κατά τη διάρκεια της- πολυετούς- πολιτικής του σταδιοδρομίας, το αντικείμενο της παρούσης μελέτης αντιμετώπισε ισχυρούς αντιπάλους, όπως τον Δ. Βούλγαρη, τον Επ. Δεληγιώργη και τον Χαρ. Τρικούπη, κατόρθωνε, ελέω της μετριοπάθειας, της ευθύτητας και της ψυχραιμίας του τα «φλέγοντα» εθνικά ζητήματα. Πλην των εθνικών θεμάτων, ο Κουμουνδούρος επέδειξε ενδιαφέρον και για τη διευθέτηση σοβαρών εσωτερικών ζητημάτων. Σαφέστερα, υπήρξε απηνής διώκτης της ληστείας, έλαβε μέτρα για την συγκρότηση ισχυρών σωμάτων στην ξηρά και τη θάλασσα και, συγχρόνως, προέβη σε μία σειρά από ενέργειες, οι οποίες σχετίζονταν με τον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Τέλος, θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι επί πρωθυπουργίας του ψηφίστηκε ο νόμος «Περί ευθύνης Υπουργών», το 1876, ο οποίος μάλιστα εφαρμόστηκε άμεσα, λόγω παραπομπής σε δίκη, με κατηγορούμενο τον Δ. Βούλγαρη.
Β. Το ζήτημα των εθνικών γαιών:
Η κήρυξη της ανεξαρτησίας (1828) έφερε «στο προσκήνιο» το ζήτημα των «εθνικών γαιών». Με τον όρο «εθνικές γαίες» εννοούμε μεγάλες εκτάσεις γης στις περιοχές της Εύβοιας, της Αττικής και της Ανατολικής Στερεάς. Οι περί ων ο λόγος εκτάσεις καταλάμβαναν μόνο το 5% των συνολικών εδαφών του νεοπαγούς βασιλείου. Η προσάρτηση και διατήρησή τους βασιζόταν σε μία «ρύθμιση», η οποία περιλήφθηκε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3/2/1830) και, αιτία του φαινομένου υπήρξε μία βρετανική παρέμβαση υπέρ Οθωμανών υπηκόων- κατοίκων της «Παλαιάς Ελλάδας». [2] Παρ’ όλα αυτά, στη συντριπτική πλειοψηφία των αγροτικών εκτάσεων είχε «παγιωθεί» το σύστημα της οικογενειακής εκμετάλλευσης.
Πάντως, θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι ήδη από την Οθωνική περίοδο, σημειώθηκε κάποια «πρόοδο» στην ελληνική αγροτική πολιτική. Πιο αναλυτικά, η Αντιβασιλεία ίδρυσε το 1833 το «Ελεγκτικό Συνέδριο», υπό την διεύθυνση του πολύπειρου Γάλλου οικονομολόγου Ar. de Regny. Το «Συνέδριο» αυτό και, ιδίως, ο επικεφαλής του έδωσαν «προτεραιότητα» στο ζήτημα των «εθνικών» κτημάτων και την προστασία της δημοσίας γης.
Το κράτος «ενίσχυσε» την ίδρυση νέων οικισμών, ενώ, συγχρόνως, με το διάταγμα της 13ης Ιανουαρίου 1838 αποφασίζεται η διανομή γης σε ανθρώπους, οι οποίοι αγόραζαν γη, αλλά και σε πρώην αγωνιστές του ’21. Κατά συνέπεια, πολλοί πρόσφυγες- αγωνιστές, οι οποίοι προέρχονταν από τον ελληνικό βορρά, λαμβάνουν γαίες στην Λοκρίδα, την Βοιωτία και την Εύβοια.
Μολαταύτα, το αγροτικό ζήτημα παρέμενε το περισσότερο ακανθώδες από όλα. Για την ακρίβεια, διανεμήθηκαν 105.836 στρέμματα, αριθμός ο οποίος θεωρήθηκε- δικαίως- ασήμαντος, επειδή οι «εθνικές γαίες» ανέρχονταν σε συνολική έκταση των 10.000.000 στρεμμάτων.
Γ. Ο νόμος ΥΛΑ’. Η μεταρρύθμιση:
Το άρθρο 102, του Συντάγματος του 1864, αναφερόταν ρητά υπέρ της ιδιοκτησίας. Πάνω σε αυτό, ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος, με Υπουργό Οικονομικών τον Σ. Σωτηρόπουλο, προβαίνουν στην ψήφιση του νόμου ΥΛΑ’, στις 25 Μαρτίου του 1871. Ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στην εξάλειψη των εθνικών γαιών, διαμέσου μίας πραγματικής αγροτικής μεταρρύθμισης.[3]
Ο απολογισμός αυτής της μεταρρύθμισης, η οποία ολοκληρώθηκε χάρη της συνταγματικής αναθεώρησης του 1911, έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα: διανεμήθηκαν συνολικά 2.650.000 στρέμματα γης, σε 357.217 κλήρους, με αγοραστική αξία «συνολικού ύψους» 90 εκατομμυρίων δραχμών.[4] Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας ότι ο αγροτικός πληθυσμός, κατά την απογραφή του 1879, δεν ξεπερνούσε τις 254.000 οικογένειες, έχουμε τη δυνατότητα να αναφέρουμε ότι το σύνολο των αποκατασθέντων εγκαταστάθηκαν ως ιδιοκτήτες.
Συγκεφαλαιώνοντας, αξίζει να αναφερθεί ότι η παρεμβολή περί των «εθνικών γαιών» δεν ήταν παρά ένα παρεπόμενο, το οποίο «γεννήθηκε» όχι επειδή υπήρξε «απότοκο» μίας ανάμνησης, η οποία σχετιζόταν με την τουρκοκρατία, αλλά από την περίπλοκη κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και αιτίες ήταν: η επιβολή του ρωμανο-γερμανικού δικαίου και η κρατική πολιτική, που αποσκοπούσε να «φράξει» το δρόμο στην ανάπτυξη του αγροτικού καπιταλισμού.
Το γεγονός ότι το κράτος διατήρησε την γη και αναζήτησε να την διανείμει, «αποδεικνύει» εν πολλοίς την προτίμησή της υπέρ ενός τρόπου εκμετάλλευσης της γεωργίας, όχι άμεσου, αλλά απρόσωπου, αν και κοινωνικού.
Βιβλιογραφία:
Αρώνη- Τσίχλη, Κ. (2005) «Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα.
Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική», εκδ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη.
Βεργόπουλου, Κ. (1976) «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», εκδ. Εξάντας, Αθήνα.
Εγκυκλοπαίδεια «του Ηλίου», Αθήνα.
Ευελπίδη, Χ. (1950) «Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος», Αθήνα.
Σίδερις, Α.Δ. (1934) «Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν 100ετίαν 1833-1933», Αθήνα.
Χατζηθωμά, Φ. (1988) «Λεξικό Εννοιών», εκδ. Φίλιππος, Ν. Πέλλας.
[1]) Βλ και «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. ΙΓ’
[2]) Βλ και Αρώνη- Τσίχλη Κ. (2005) «Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα: Θεσσαλία 1881-1923»
[3]) Βλ και Σίδερι, Α.Δ. «Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν 100ετίαν 1833-1933»
[4]) Βλ και Ευελπίδη, Χρ. «Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος»
Τρίτη 21 Μαΐου 2024
ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
«ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ»
Η
διαπολιτισμική εκπαίδευση είναι η εκπαίδευση που ως δυναμική διαδικασία βοηθά
στην αλληλεπίδραση και συνεργασία ομάδων μαθητών από διαφορετικά έθνη και
πολιτισμούς και θέτει ως βασικό σκοπό τη δημιουργία μιας κοινωνίας με τα
χαρακτηριστικά της κατανόησης, της αλληλεγγύης και της αλληλοαποδοχής. Σε χώρες
που παρατηρούνται έντονα μεταναστευτικά ρεύματα, ιδιαίτερα τις τελευταίες
δεκαετίες, πρόθεση θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών των μαθητών
ανεξάρτητα από εθνική ή φυλετική καταγωγή. Γι’ αυτό οι χώρες σήμερα επιβάλλεται
να προβούν σε αλλαγές στο εκπαιδευτικό
τους σύστημα για να καλύψουν τις νέες ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί, αλλά και
τις δίκαιες διεκδικήσεις των κοινωνικών ομάδων.
Σε αυτό το
πλαίσιο διαμορφώνονται ως βασικές αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης οι
εξής:
· Οι διαφορετικοί πολισμοί έχουν
ισότιμη αλληλεπίδραση
· Όλα τα παιδιά πρέπει να έχουν ίση
εκπαιδευτική μεταχείριση
· Η εκπαίδευση οφείλει να καθοδηγεί τα
παιδιά στην κατανόηση, ανοχή και ειρηνική συμβίωση
Οι στόχοι,
λοιπόν της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία:
· Ανάκτηση ικανοτήτων που συμβάλλουν
στην εποικοδομητική συμβίωση μέσα σ ΄ ένα πολυπολιτισμικό κοινωνικό ιστό. Φέρει
όχι μόνο την αποδοχή και το σεβασμό του διαφορετικού, αλλά και την αναγνώριση
της πολιτισμικής ταυτότητας κάθε ομάδας μέσα από μια καθημερινή προσπάθεια
διαλόγου και συνεργασίας
· Αξιοποίηση των διάφορων πολιτισμών
για να εμποδίσει το σχηματισμό στερεοτύπων και προκαταλήψεων, πραγματοποιώντας
μια εκπαιδευτική διαδικασία που δίνει ουσία στα ανθρώπινα δικαιώματα
· Εξάλειψη διακρίσεων και αποκλεισμού,
λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Η διαπολιτισμική
εκπαίδευση δε διδάσκει την ανοχή για το διαφορετικό. Δημιουργεί το πνευματικό
υπόβαθρο που επιτρέπει την εκτίμηση για το διαφορετικό, ώστε να δημιουργηθούν ανοικτές κοινωνίες, πολιτισμικά αρμονικές, που
θα διακρίνονται από ισονομία και αλληλοκατανόηση. Έτσι, η διαπολιτισμική
εκπαίδευση συμβάλλει στην καλλιέργεια ενός γνήσιου δημοκρατικού φρονήματος.
Ωστόσο,
βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του διαπολιτισμικού
σχολείου είναι:
1. Αποβολή ρατσιστικής αντιμετώπισης των
αλλοδαπών εκ μέρους των εκπαιδευτικών
2. Στάση αξιοπρέπειας προς τους μαθητές
διαφορετικών πολιτιστικών καταβολών
3. Οι αλλοδαποί μαθητές έχουν υποχρεώσεις
όταν εισέρχονται στο νέο σχολικό περιβάλλον. Η ομαλή συμβίωση με Έλληνες
μαθητές στον ίδιο σχολικό χώρο και η δημιουργική συνεκπαίδευση απαιτούν κάποιου
είδους ανεκτικότητα προς τον πολιτισμό των Ελλήνων. Η αποδοχή των αξιών τους,
των ηθικών αντιλήψεών τους, των εθίμων τους, αλλά και ο γενικότερος σεβασμός
για τη χώρα που τους υποδέχτηκε δεν μπορούν να αποσιωπηθούν.
Η υλοποίηση
της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης απαιτεί συγκεκριμένες αλλαγές που θα ήταν καλό
να γίνουν στα σχολεία όπως:
· Μετάδοση πνεύματος κοσμοπολιτισμού
από τη διδασκαλική κοινότητα στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής στο χώρο
του σχολείου
· Το διαπολιτισμικό σχολείο δεν πρέπει
να περιορίζεται στα δεσμευτικά όρια της μετάδοσης στείρων τεχνοκρατικών
γνώσεων, αλλά να καλλιεργεί κλίμα διαλόγου και ελεύθερης διατύπωσης απόψεων,
ώστε οι μαθητές να αναπτύσσουν ανοχή και σεβασμό για τις απόψεις των άλλων που
διαφέρουν από τις δικές τους
· Οι εκπαιδευτικοί με τη σειρά τους
επωμίζονται το χρέος και την ευθύνη να διαμορφώσουν πολίτες που δε θα είναι
δέσμιοι παρωχημένων αντιλήψεων και προσεγγίσεων. Αυτό θα το πετύχουν εάν έχουν
ευκρινείς και σαφείς δημοκρατικές στάσεις και αξίες, ικανότητες θέασης και
διαχείρισης των πραγμάτων από διάφορες πλευρές, χειριζόμενοι με ευχέρεια τα
θέματα που αφορούν τη διαφορετικότητα, αλλά και τα όποια προβλήματα προκύπτουν
από τη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση μεταξύ των εθνοπολιτισμικών ομάδων. Προς
αυτή την κατεύθυνση η παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων θα είχε πολλαπλά
οφέλη.
Κλείνοντας
αυτή την περιεκτική προσέγγιση του σύγχρονου διαπολιτισμικού σχολείου, ευχής
έργο θα ήταν να δοθεί εφεξής η δέουσα βαρύτητα σε μια εναλλακτική προσέγγιση
της εκπαίδευσης που θα κάλυπτε όλες τις σύγχρονες, τρέχουσες ανάγκες των
πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Η ισότιμη πρόσβαση όλων των παιδιών στην εκπαίδευση
αποτελεί θεμελιώδες και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. «Το να αρνείσαι σε
κάποιον τα ανθρώπινα δικαιώματα σημαίνει πως αμφισβητείς την ίδια την ανθρώπινη
φύση του.» (Νέλσον Μαντέλα)
ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ ΦΕΝΙΑ ΠΕ02
-
ΚΕΙΜΕΝΟ Ι (ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ) Ενδοσχολική βία: Ο πυρήνας του προβλήματος Η ενδοσχολική βία ( Bulling ) δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, ...
-
Γιατί η παιδεία αποτελεί θεμέλιο της ελευθερίας; Με την ελεύθερη παιδεία: διακινούνται ελεύθερα οι νέες ιδέες προβάλλονται οι ανθρωπιστικέ...
-
ΚΕΙΜΕΝΟ Πώς μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία Η κοινωνία μας ύστερα από τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συ...