ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ «Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ»
Η ηρωίδα, σ’ ένα από τα πιο δυνατά σημεία του ποιήματος, περνά την αφήγησή
της στις στιγμές εκείνες που, ίσως ως ανάμνηση του παρελθόντος, έχει την
αίσθηση πως έξω από τα σπίτια περνά ο αρκουδιάρης με την ταλαιπωρημένη και
βρόμικη αρκούδα του. Ένα πέρασμα αργό και βασανιστικό, αφού η αρκούδα είναι πια
γριά και πολύ βαριά, και σηκώνει καθώς περπατά ένα σύννεφο σκόνης, το οποίο
είναι σαν ιδιότυπο θυμίαμα του απόβραδου.
Ο υπαινικτικός και αλληγορικός παραλληλισμός ανάμεσα στην πορεία της
γερασμένης αρκούδας και τη ζωή μιας γυναίκας, αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα
το απαιτητικό και βασανιστικά ψυχοφθόρο πλαίσιο των αξιώσεων που υπήρχε
απέναντι στη γυναίκα των περασμένων δεκαετιών.
Ο αρκουδιάρης φτάνει στην περιοχή αργά πια, όταν τα παιδιά έχουν επιστρέψει
στο σπίτι από το παιχνίδι τους για να δειπνήσουν, κι οι γονείς τα κρατούν μέσα,
έστω κι αν εκείνα ακούν ή αντιλαμβάνονται το αργό περπάτημα της γριάς αρκούδας.
Κι εκείνη κουρασμένη περπατά, χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να ελέγξει προς τα
που, έχοντας κερδίσει μόνο τη σοφία που της προσέφερε η για χρόνια μοναχική της
πορεία. Σοφία που της υπενθυμίζει πως παρά την κούρασή της οφείλει να ακολουθεί
το αφεντικό της, διότι η όποια απειθαρχία στη θέλησή του θα έχει για εκείνη
επώδυνες κυρώσεις.
Η αρκούδα που έχει πια γεράσει δεν μπορεί να εκτελεί το συνηθισμένο της
πρόγραμμα∙ δεν μπορεί πια να χορεύει και να φορά τη δαντελένια σκουφίτσα -που
έκανε πιο αισθητή τη συσχέτισή της με μια γυναίκα-, για να διασκεδάζει τα
παιδιά, τους αργόσχολους και τους απαιτητικούς. Η όλη σκηνοθεσία της
παράστασης, που για χρόνια έδινε και δίνει η αρκούδα, υποδηλώνουν έμμεσα τη
διαρκή υποχρέωση της γυναίκας να παραμερίζει τις δικές της ανάγκες και να
πασχίζει για να ευχαριστήσει όλους τους άλλους γύρω της. Είναι η μάνα που
αδιάκοπα προστρέχει στις επιθυμίες και στις ανάγκες των παιδιών της∙ είναι η
σύζυγος που οφείλει να φροντίζει τις απαιτήσεις του άντρα της∙ μα συνάμα είναι
κι η ερωμένη που οφείλει να στολίζει τον εαυτό της, προκειμένου να είναι αρεστή
και αποδεκτή. Η αναφορά, μάλιστα, στη «δαντελένια σκουφίτσα», στο στοιχείο
καλλωπισμού της αρκούδας, υπαινίσσεται την αντιμετώπιση της γυναίκας ως
διακοσμητικού στοιχείου στο πλαίσιο της κοινωνικής και ατομικής της ζωής.
Το πέρασμα του χρόνου και η συνεχής προσπάθεια, ωστόσο, έχουν κουράσει τόσο
πολύ την αρκούδα, ώστε είναι πια έτοιμη να δηλώσει τη διάθεσή της για παραίτηση
απ’ όλη αυτή την αδιάκοπη εκμετάλλευση και υποτίμηση που βιώνει. Είναι έτοιμη
να αντιδράσει απέναντι στα συμφέροντα των άλλων, απέναντι στις ίδιες της τις
ανάγκες, αλλά και απέναντι στη ζωή, αφήνοντας τον εαυτό της στην έστω αργή
έλευση του θανάτου. Είναι, πολύ περισσότερο, έτοιμη ακόμη και να δείξει την
ανυπακοή της απέναντι στο θάνατο, κερδίζοντας τη μάχη μαζί του μέσα από τη
συνέχεια της ζωής, αλλά και μέσα από την επώδυνα αποκτημένη γνώση της ζωής, που
μπορεί να προχωρήσει πέρα και πάνω απ’ τη σκλαβιά της. Η ύστατη αυτή ανυπακοή
μπορεί να βρει την έκφρασή της μέσα από τη δράση των απογόνων της (μεταφορικά
των παιδιών της αρκούδας – κυριολεκτικά των νέων γυναικών), καθώς κάθε επόμενη
γενιά είναι μια συνέχεια της ζωής, και άρα μια νίκη απέναντι στο θάνατο, και
συνάμα η γνώση, η επίγνωση και η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μεταφερόμενες
στις επόμενες γενιές λειτουργούν αφυπνιστικά γι’ αυτές και τις ωθούν σε μια
καίρια αντίδραση.
Η ανυπακοή της αρκούδας στα συμφέροντα των άλλων και στους κρίκους των
χειλιών της που την κρατούν αιχμαλωτισμένη, και την καθιστούν για χρόνια
αντικείμενο εκμετάλλευσης, δεν μπορεί, ωστόσο, να εκφραστεί με άλλο τρόπο, πέρα
από τη συνέχιση της κερδοφόρας για τον αρκουδιάρη παρουσίας της, με το
τελευταίο της παιχνίδι∙ με το να πλαγιάσει στο χώμα και να αφήσει τα παιδιά να
πατάνε πάνω στην κοιλιά της. Ακόμη κι η εγκατάλειψη της προσπάθειας, ακόμη και
η ανυπακοή της αρκούδας, αφήνει τελικά περιθώρια για να συνεχιστεί η
εκμετάλλευσή της∙ με μόνη διαφορά πως πλέον δεν θα προσπαθεί, θα δέχεται απλώς
παθητικά την παιχνιδιάρικη διάθεση των μικρών της πελατών να ασχολούνται μαζί
της.
Η τελική ανυπακοή, πάντως, της αρκούδας απέναντι στο θάνατο μπορεί να λάβει
ένα είδος δικαίωσης μόνο με τη συνέχεια της ζωής, μέσω των απογόνων, καθώς και
με το πέρασμα της αποκτημένης γνώσης στις επόμενες γενιές ως μέσου
προειδοποίησης και ως κάλεσμα για έγκαιρη αντίδραση.
Η ανυπακοή απέναντι στον πόνο και στη ζωή είναι, βέβαια, ένας αγώνας που η
αρκούδα γνωρίζει πως δεν μπορεί να κερδίσει, γι’ αυτό κι είναι διατεθειμένη να
τον εγκαταλείψει παραιτούμενη απ’ την ίδια τη ζωή, έστω κι αν αντιλαμβάνεται
πως ο θάνατος δεν μπορεί να επέλθει τόσο γρήγορα ή τόσο απλά.
Όπως δηλώνεται μέσα από το ρητορικό ερώτημα του ποιήματος «Μα ποιος μπορεί
να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;», η σκλαβιά της αρκούδας συνεχίζεται
χωρίς δυνατότητα διαφυγής κι εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στο λουρί και
στους κρίκους της∙ αναγκάζεται να υποταχθεί στα δεσμά της. Διαπίστωση που
υποδηλώνει το μάταιο κάθε προσπάθειας της αρκούδας να αντιδράσει απέναντι στην
αιχμαλωσία της.
Η αρκούδα αναγκάζεται να συνεχίσει την παράστασή της χαμογελώντας με τα σκισμένα
της χείλη στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουν∙ λέγοντας ευχαριστώ, γιατί οι
αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι ευχαριστώ. Μια πολύ
έντονη αποτύπωση της σκλαβιάς που βιώνουν οι γυναίκες και μια ακόμη πιο σκληρή
υπενθύμιση πως είναι όχι μόνο αναγκασμένες να πασχίζουν για την ελάχιστη
αναγνώριση απ’ τη μεριά των άλλων, μα και να τους ευχαριστούν για τα ψήγματα
ανταπόδοσης που τους δίνουν.
Ο Γιάννης Ρίτσος είτε γιατί έχει κατά νου μια προγενέστερη εποχή είτε γιατί
δε διστάζει να φανερώσει και τις πλέον σκληρές πτυχές του βίου των γυναικών,
υπαινίσσεται στοιχεία πολύ επώδυνα, τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια την
ιδιότυπη σκλαβιά των περισσότερων γυναικών, που είναι αναγκασμένες να ζουν για
τους άλλους, και να πασχίζουν για τη φροντίδα των άλλων.
Για την αρκούδα-γυναίκα το ζήτημα δεν είναι πια οι απλές χαρές της ζωής και
η ανάγκη για ελευθερία, είναι πολύ περισσότερο ζήτημα επιβίωσης, εφόσον η
γερασμένη αρκούδα έχει φτάσει στο έσχατο σημείο να θέλει πια να παραιτηθεί
πλήρως απ’ τη ζωή, τόσο εξαντλημένη απ’ την αθλιότητα της αιχμαλωσίας της. Και
ως στοιχείο εμφανέστατης αντίθεσης, απέναντι στη γερασμένη αρκούδα βρίσκονται
τα μικρά παιδιά, που της ρίχνουν πενταροδεκάρες, για να την ανταμείψουν για τη
διασκέδαση που τους προσφέρει. Κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικά
μειωτική, αν δεν προερχόταν από ανυποψίαστα παιδιά, τα οποία σαφώς και δεν
αντιλαμβάνονται το δράμα που παίζεται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, τα μικρά
παιδιά διατηρούν την ομορφιά τους -κυρίως την εσωτερική ομορφιά τους-, ακριβώς
γιατί δεν κατανοούν σε ποιου είδους μαρτύριο συναινούν με την παρουσία και με
τις πενταροδεκάρες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου