Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Πρόγραμμα Πρόληψης & Συνεργατικής Μάθησης ενάντια στα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, Μέρος 1ο – Σχολική Βία

Η πίστη και η ελπίδα μαζί πως κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα σχολείο που να αφουγκράζεται τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες των μαθητών και να δομείται με κεντρικό άξονα αυτές ακριβώς, κι όχι με σκοπό να υπηρετεί αποκλειστικά την αέναη ανάπτυξη της οικονομίας, καταγράφεται εδώ. Στις καρδιές μας βέβαια πρώτα, αλλά και σ΄αυτό το θαυμάσιο άρθρο που θα σας παρουσιάσουμε σε συνέχειες. Συγγραφείς οι Στέλλα Χαλιμούρδα, Ευαγγελία Καπετάνου καθώς και η αλησμόνητη Μίκα Χαρίτου – Φατούρου που υπήρξε Καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

1521953_699817976724929_1186743293_n

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, το σχολείο εμφανίζει ολοένα αυξανόμενο αριθμό ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Η εμφάνιση αυτών των προβλημάτων σχετίζεται άμεσα με τα αδιέξοδα της κοινωνίας και με τη χαμένη ενότητα της σχολικής και κοινωνικής κοινότητας (Ζαφειρίδης, 1998, 2001).

Αντίθετα με την αντίληψη αυτή, οι ήδη εφαρμοζόμενες παρεμβάσεις πρόληψης υπακούουν στη λογική του κατακερματισμού των προβλημάτων της σχολικής κοινότητας και της αντιμετώπισης του κάθε προβλήματος ξεχωριστά. Επί του παρόντος εφαρμόζονται ειδικά προγράμματα πρόληψης των ναρκωτικών, της σχολικής βίας, των ψυχικών διαταραχών και γενικότερα της προαγωγής της υγείας. Αυτή η αντίληψη απορρίπτει την κοινή αιτιοπαθογενετική βάση όλων των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων (Albee, 1986), απομονώνει το κάθε πρόβλημα και το αντιμετωπίζει χωριστά – έχει όμως ήδη αποτύχει (Albee, 1986. Ζαφειρίδης 1998. Κοκκέβη, 1988).

Τα πρώτης και δεύτερης γενιάς προγράμματα πρόληψης της ουσιοεξάρτησης, τα οποία βασίστηκαν στην καταστολή ή στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων μέσω επινοημένων τεχνικών, αντί της ανάπτυξης της δυναμικής της σχολικής κοινότητας, έχουν ήδη δείξει τα όριά τους: απέδωσαν ελάχιστα αποτελέσματα (Palin, 1987, Wheller, 1990).

Εάν κανείς ερευνήσει τους λόγους της αποτυχίας των εξειδικευμένων προγραμμάτων πρόληψης που αντιμετωπίζουν τα επιμέρους προβλήματα του σχολείου ξεχωριστά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινή αιτιοπαθογένεια οφείλεται στη διάσπαση της σχολικής κοινότητας, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σπάνια βρίσκει κανείς σχολεία στα οποία μαθητές, δάσκαλοι και γονείς ενεργοποιούνται και συνεργάζονται από κοινού για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Συνεπώς, ένας σημαντικός στόχος των παρεμβάσεων στα σχολεία οφείλει να είναι η επανασύσταση της σχολικής κοινότητας (Ζαφειρίδης, 2001).

Το θεραπευτικό σύστημα που εφάρμοσαν οι τρίτης γενιάς Αυτοθεραπευτικές Κοινότητες από την εποχή του Synanon (Yablonsky, 1965) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν ουσιαστικά μαθησιακό. Δηλαδή αποσκοπούσε στην αλλαγή δράσης των μελών δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν μέσα από τις υπάρχουσες συγκρούσεις τις πραγματικές τους ανάγκες, να κινητοποιηθούν για την επίλυση των προβλημάτων τους και μ’ αυτόν τον τρόπο να μεγαλώσουν σε σωστές βάσεις.

Ως μαθησιακό σύστημα έχει κοινές ρίζες με τη σχολική πράξη, όπως όμως αυτή εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα με το κίνημα της «Νέας Αγωγής», πρακτική εφαρμογή του οποίου αποτελεί το «Σχολείο Εργασίας» και στοιχεία του οποίου υιοθετεί μέσω του Μίλτου Κουντουρά, του Celestine Freinet και του Anton Makarenko το Πιλοτικό Πρόγραμμα των Σχολείων Συνεργατικής Μάθησης και Πρόληψης (Ζαφειρίδης, Ζιώγου-Καραστεργίου, Χαρίτου-Φατούρου, 1995).

Το νέο πιλοτικό πρόγραμμα αποτελεί μια πρόταση πρόληψης ευρύτερα των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων από τα οποία «πάσχουν» τα σχολεία μας. Προάγει κοινοτικές αξίες όπως η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η ισότητα. Συνδυάζει τις κοινές αρχές των προγραμμάτων των Θεραπευτικών Κοινοτήτων με αυτές των παιδαγωγών της Νέας Αγωγής, Μίλτου Κουντουρά, Celestine Freinet και Anton Makarenko.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γνωστική / συμπεριφορική παρέμβαση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση των κοινωνικό-ψυχολογικών προβλημάτων που παρουσιάζονται στα σχολεία ως καλή πρακτική. Είναι φανερό ότι η νέα μεθοδολογία διδασκαλίας στα σχολεία συνεργατικής μάθησης και πρόληψης, αφού αναγνωριστεί η αξία της πρόληψης στον παιδαγωγικό ρόλο του Καθηγητή, αλλάζει τον τρόπο που σκέφτονται και πράττουν τα παιδιά στο σχολείο και κατ’ επέκταση και έξω από αυτό, στην κοινωνία και την οικογένεια.

Αυτό επιτυγχάνεται με τις καινούργιες γνωστικές αξίες που εισάγει το Πρόγραμμα στην διδασκαλία ενώνοντας τους μαθητές και τον/την εκπαιδευτικό με κοινούς στόχους όπως είναι η ισότητα, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα και το σχολείο ως κοινότητα (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς). Για παράδειγμα αυτό γίνεται μέσω της επικοινωνίας, της λύσης προβλημάτων, της έκφρασης θετικών και αρνητικών συναισθημάτων, ακόμα και όταν αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα της ομάδας. Η σύνδεση με γνωστικο – συμπεριφορική θεραπέια γίνεται και με τη δημιουργία ομάδων δράσης για την ανάληψη ευθυνών και την επίλυση διαφορών τόσο μεταξύ των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών μέσω της σύνδεσης της πράξης/εργασίας με την γνώση/επικοινωνία μέσα και έξω από το σχολείο.

paidia.

Παραδείγματα Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων στα σχολεία

1. Η σχολική βία προς τους άλλους

Το μέγα πρόβλημα που έχει προκύψει στις σχολικές κοινότητες είναι η κατακόρυφη άνοδος της σχολικής βίας που έχει μάλιστα και τη μορφή του εκφοβισμού (bullying) (Hawker, D.S.J.&Boulton M.J., 2000). Αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αυθύπαρακτα, ανεξάρτητα από τη βία του κοινωνικού περίγυρου και το γενεσιουργό περιβάλλον. Θύμα και θύτης ή δράστης αντανακλούν το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον τους.

Έννοια και αξιολόγηση του φαινομένου.

Ο εκφοβισμός ορίζεται από τη διεθνή επιστημονική ορολογία (Olweus, 1984, 1987) ως συστηματική κατάχρηση εξουσίας για τη συστηματική θυματοποίηση παιδιών και εφήβων από συνομηλίκους τους. Είναι μεθόδευση προς τους πιο αδύναμους και ευάλωτους μαθητές, με περιστατικά που επαναλαμβάνονται σκόπιμα και απρόκλητα. Μάλιστα βρέθηκε ότι κλιμακώνονται οι επιθέσεις εναντίον των θυμάτων, για να παραχθούν τα σημάδια υποταγής που καταδεικνύουν την επιτυχή τους κυριαρχία.(Perry & Bussey, 1977). Εκδηλώνεται λεκτικά (πειράγματα, απειλές, προσβολές) σωματικά (σπρωξίματα, χτυπήματα, απειλή ή αρπαγή της περιουσίας, χρήση όπλων) και με πλάγια μέσα (π.χ. διάδοση αρνητικής φήμης, αποκλεισμός από την ομάδα των συνομηλίκων, διαδικτυακός εκφοβισμός). Σκοπό έχουν την ταπείνωση, την «υποδούλωση» του θύματος. Οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εμπλοκή τους σε περιστατικά θυματοποίησης, ως δράστες ή ως θύματα έμμεσων ή άμεσων επιθετικών ενεργειών.

Σήμερα, ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyberbullying) είναι μια νέα μορφή άσκησης βίας, που για να πραγματοποιηθεί απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και διαφέρει από τα άλλα ήδη εκφοβισμού, αφού επεμβαίνει στον προσωπικό χώρο του παραλήπτη. Στόχος του είναι ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση. Ο εκφοβισμός αυτός είναι δύσκολο να περιοριστεί αφού δεν υπάρχει περιορισμός ούτε των μηνυμάτων που διανέμονται ηλεκτρονικά, ούτε του αριθμού των παραληπτών που μπορούν να γίνουν δέκτες αυτών των μηνυμάτων. Έχει τη μορφή ενός εκφοβιστικού, ρατσιστικού, προσβλητικού ή χυδαίου ηλεκτρονικού μηνύματος, φωτογραφίας ή βίντεο. H σύγχρονη έρευνα έχει δείξει πως στο σχολείο, όταν υπάρχει η κατάλληλη πληροφόρηση και ενημέρωση των μαθητών και των εκπαιδευτικών, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί (Bhat, 2008).

Το προφίλ της αυξανόμενης βίας σήμερα. Πολύ συχνά θύματα ή θύτες είναι παιδιά και νέοι 8-16 χρονών. Το φαινόμενο αυτό συνήθως χαρακτηρίζει τον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό. Τα περιστατικά θυματοποίησης μειώνονται στις μεγαλύτερες ηλικίες.(Olweus, 1999)

Τα συνήθη αίτια της βίας αυτής είναι ψυχολογικά και κοινωνικά:

α) Η στάση της οικογένειας (απόρριψη, κακοποίηση)

β) Η ανταγωνιστική κοινωνία με ατομικό στόχο την απόκτηση δύναμης

γ) Η βία παράγει βία, δηλαδή η αστυνομία προκαλεί βίαιους διαδηλωτές, οι οποίοι προκαλούν τη βίαιη αστυνομία.

δ) Η κοινωνική μίμηση (Bandura, 1973, 1990).

ε) Τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τηλεόραση, διαδίκτυο).

Από το σχολείο η βία μεταφέρεται στο δρόμο και στους μελλοντικούς παραβάτες. Συνδέεται με παράγοντες, όπως υπερβολική αναστολή, κατάθλιψη, διαταραχές άγχους, χαμηλή αυτοεκτίμηση, εχθρικές-εκδικητικές συμπεριφορές και διά βίου κοινωνική περιθωριοποίηση.

Διαφορές στο είδος και το βαθμό θυματοποίησης με βάση το φύλο.

Τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο σε περιστατικά εκφοβισμού, ως δράστες ή θύματα. Δέχονται συνήθως ανοιχτές σωματικές επιθέσεις από άλλα αγόρια. Τα κορίτσια είναι συνήθως θύματα λεκτικών και έμμεσων μορφών παρενόχλησης από άλλα κορίτσια ή και αγόρια. Αυτό που διαφέρει είναι το είδος της θυματοποίησης. Τα αγόρια και κορίτσια που είναι θύτες έχουν απέχθεια για το σχολείο. Είναι οξύθυμα και με συναισθήματα ανεπάρκειας, κατωτερότητας και ανασφάλειας. Έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση και ισχυρή πεποίθηση πως η χρήση χειραγώγησης και δόλιων μέσων είναι απαραίτητη – η μόνη λύση. (Τσίγκανου Ι., Τζωρτζοπούλου Μ., Ζαραφωνίτου Χ.,2005)

Οι κύριοι οικογενειακοί παράγοντες που ερμηνεύουν την εμφάνιση της βίας είναι ή μητρική απόρριψη, η ανοχή της χρήσης σωματικής και ψυχολογικής βίας στο σπίτι, ο αλκοολισμός, η εγκληματικότητα και η ασυνέπεια στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού.

Ο μαθητής θύμα σηματοδοτεί την ανεπάρκειά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κλαίει, είναι αγχώδης, υποχωρεί, εγκαταλείπει τις διεξόδους για σωτηρία και άμυνα. Δεν απαιτεί τα δικαιώματά του, είναι σωματικά αδύναμος, είναι παχύσαρκος ή τραυλίζει. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλά από τα θύματα, όχι μόνο δεν απεχθάνονται τους δράστες, αλλά και επιδιώκουν την παρέα τους, παρακαλούν για πειράγματα, χλευασμό, και εκφοβισμό. Στερούνται βασικών κοινωνικών δεξιοτήτων. Συχνά είχαν εμπειρίες ανασφαλούς προσκόλλησης κατά την βρεφική ηλικία, χρόνια θυματοποίηση, που τα οδήγησε σε μείωση της αυτοεκτίμησης και αύξηση της κατάθλιψης.

Οι δράστες που γίνονται θύματα και τα θύματα που γίνονται δράστες.

Έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Θυματοποιούν και θυματοποιούνται συστηματικά, επιλέγουν να παίξουν και τους δύο ρόλους, προκειμένου να είναι συνεπείς με τις αρνητικές αξιολογητικές σταθερές που έχουν δημιουργήσει για τον εαυτό τους.

Εφαρμόζουν μακιαβελικές στρατηγικές, πάνω στις οποίες βασίζουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Έχουν υψηλά επίπεδα νευρωτισμού και ψυχικές διαταραχές. Έχουν, επίσης, παρόμοια επίπεδα κατάθλιψης με τα θύματα, λόγω της απόρριψης που βιώνουν ακριβώς λόγω του διπλού ρόλου που υιοθετούν.

Η ενεργός και σιωπηλή συμμετοχή του κοινωνικού περίγυρου.

Κάποια παιδιά θεωρούν ακόμη τον εκφοβισμό ως μέρος της θυελλώδους διαδικασίας ανάπτυξης, ως μια δύσκολη φάση που πρέπει να υπομείνει κανείς. (Borg,1999). Η σχολική και οικογενειακή ομάδα εμπλέκεται στον εκφοβισμό, ενισχύοντας τη θυματοποίηση. Πρόκειται για μια «μεταδοτική αρρώστια», που εξασθενεί τον έλεγχο της αναστολής των επιθετικών τάσεων και διαταράσσει το σύστημα της κατανομής συλλογικών ευθυνών. (Μ. Χαρίτου – Φατούρου,2001)

2. Η βία προς τα έσω (ναρκωτικά)

Η βία προς τα έσω, δηλαδή προς το ίδιο το άτομο, είναι απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής, της αποξένωσης και της μοναξιάς που βιώνουν οι νέοι. Συνδέεται με τα προσωπικά αδιέξοδα και έχει δυσεκρίζωτα κοινωνικά αίτια, που βασίζονται στους κοινωνικοποιητικούς θεσμούς (οικογένεια, σχολείο).

Ειδικότερα, η έλλειψη επικοινωνίας των γονιών με τα παιδιά τους και οι αναχρονιστικές δομές της σχολικής εκπαίδευσης που παρατηρούνται ακόμη και σε ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες, δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που εξωθεί το άτομο προς τα ναρκωτικά και τις εξαρτήσεις καθιστώντας το «έδαφος» πρόσφορο, σαν να είναι η μόνη διέξοδος από τα επικοινωνιακά και κοινωνικά προβλήματα. Η μοναξιά, η ασυνεπής συμπεριφορά των γονέων και των εκπαιδευτικών και η γενικότερη έλλειψη οραμάτων ικανών να εμπνεύσουν τους εφήβους στις μέρες μας συνιστούν, σε ατομικό επίπεδο, την ενίσχυση εξαρτητικών συμπεριφορών.

Τελευταία έρευνα για τη χρήση ναρκωτικών (μαριχουάνα) σε μαθητές, που έγινε στην Αμερική, σε σύγκριση με το 1970, έδειξε ότι η χρήση έχει αυξηθεί, κυρίως σε τάξεις της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης κλινικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι έφηβοι 17 ετών, που κάνουν χρήση μαριχουάνας έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εξαρτηθούν αργότερα και από διάφορα άλλα ναρκωτικά. (Volkow,2010).

Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα ναρκωτικά αποτελούν το υπ’ αριθμών ένα θέμα των Ευρωπαίων πολιτών, εκείνο δηλαδή που τους προβληματίζει περισσότερο ανάμεσα σε 27 θέματα με κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις (Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, 2010). Ωστόσο, είναι έντονη στις μέρες μας η ταχεία εμφάνιση νέων ναρκωτικών που διοχετεύονται στην αγορά ως νόμιμες εναλλακτικές λύσεις στα παράνομα ναρκωτικά και η αλλαγή των οδών διακίνησης ναρκωτικών ακόμη και μέσω του διαδικτύου. Για παράδειγμα το 2010 εντοπίστηκαν 170 ηλεκτρονικά καταστήματα πώλησης ψυχοτρόπων ουσιών. Τα 30 εξ αυτών διέθεταν και «νόμιμα ψυχοτρόπα» και παραισθησιογόνα. Σε έρευνα που διεξήχθη σε 1 463 μαθητές ηλικίας 15–18 ετών σε γενικά και επαγγελματικά λύκεια της Φραγκφούρτης διαπιστώθηκε ότι περίπου το 6 % των ερωτηθέντων είχε κάνει χρήση παραισθησιογόνων τουλάχιστον μία φορά, ενώ ποσοστό 3 % είχε κάνει χρήση στη διάρκεια του τελευταίου μήνα.

Ωστόσο η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η πρόληψη είναι να παράσχει στους νέους κοινωνικές και γνωστικές στρατηγικές για τον χειρισμό των επιρροών αυτών. Επομένως, δεν είναι ρεαλιστικό να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των πολιτικών πρόληψης χρησιμοποιώντας στοιχεία σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών από τους νέους, και κυρίως εκτιμήσεις σχετικά με την πειραματική χρήση, καθώς αυτά απηχούν κοινωνικά πρότυπα και όχι την πραγματικά προβληματική συμπεριφορά.

Η τρίτη γενιά προγραμμάτων πρόληψης φαίνεται επιτέλους να κατανοεί ότι το πρόβλημα της εξάρτησης δεν σχετίζεται με τη διακίνηση και τις φαρμακευτικές ιδιότητες των ναρκωτικών, αλλά με την απορρυθμισμένη νεωτερική κοινωνία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και το εκπαιδευτικό της οικοδόμημα, που σχεδιάστηκε για να υπηρετεί αποκλειστικά την αέναη ανάπτυξη της οικονομίας, με πλήρη περιφρόνηση προς τις ψυχοσυναισθηματικές ανθρώπινες ανάγκες.

Αν θεωρήσουμε ως ιδανική εκείνη τη διαδικασία ωρίμανσης και ενηλικίωσης που διαμορφώνει έναν άνθρωπο με ισορροπία ανάμεσα στα συναισθήματά του και τη λογική του (δηλαδή τη γνωστική και τη συναισθηματική του λειτουργία) και αποδεχθούμε ότι η αυτογνωσία είναι η προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού, τότε θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την εμπειρία των Αυτοθεραπευτικών Κοινοτήτων, που επέτυχαν σημαντικές αλλαγές σε χρήστες ναρκωτικών, ένα πληθυσμό πολύ πιο δύσκολο από τον μαθητικό. (Ζαφειρίδης, Φ., Ζιώγου-Καραστεργίου, Ρ., Χαρίτου-Φατούρου, Μ., 1995)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου