Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

ΟΤΑΝ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ... ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ!

ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - Ο Μετανάστης

Ηλίας Βενέζης, «Ο Μετανάστης», εφημ. Το Βήμα, 2 Μαΐου 1950.

«Περά απ' τη δική μας τη θάλασσα, πολύ πέρα, ήταν ο Ωκεανός. Και πέρα απ' τον Ωκεανό, βδομάδες ταξίδι, ήταν αυτή η άγνωστη χώρα, η Αμερική. Εκεί, λέει, ήταν η γη της Επαγγελίας. Εκεί, στη γη την παχιά και την γόνιμη, φύτευες ξερό κλαδί κι αμέσως έβγαζε φύλλα. Εκεί, στο νερό των ποταμιών και στις φλέβες των βράχων, λαμποκοπούσε το χρυσάφι - δεν είχες παρά ν' απλώσης τα χέρι σου και να το μαζέψης. Απ' όλη την Ευρώπη, απ' την Ασία, απ' όλα τα μέρη της πικραμένης γης, έτρεχαν τα πλήθη οι άνθρωποι να βρούνε καταφύγιο, ψωμί και πλούτο στη χώρα του χρυσαφιού. Έφτασε το μήνυμα και στην Ελλάδα. Κι' άρχισαν τότε να ροβολάνε απ' τα ψηλά βουνά της, απ' τα χαμένα μες στ' άγρια φαράγγια χωριά της, απ' τις στάνες και τα πλίθινα καλύβια, παλικάρια γυρεύοντας να κάνουν το μεγάλο ταξίδι του μακρινού κόσμου. Ενώνονταν στα παράλια μ' άλλα παλικάρια, βάζαν, βουνίσιοι και θαλασσινοί μαζί τα όνειρα που κάνανε, και ξεκινούσαν. Ήταν, αληθινά, ένα ταξίδι του αγνώστου. Τίποτα σχεδόν δεν ξέραν για το μακρινό κόσμο- δεν ξέραν την ξένη γλώσσα, δεν ξέραν τους ανθρώπους, δεν ξέραν που θα καταλήξουνε.»


1.     Βαλκανικοί Πόλεμοι -  Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη: Βαλκανικοί-'22, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σ. 95-97.

·        Απόσπασμα

Εκείνο το καλοκαίρι παντρεύτηκα. Με το σόι της νύφης μάς χώριζε φόνος. Κάποιος δικός τους είχε σκοτώσει έναν παππούλη μου με το κλαδευτήρι. Αυτή την ιστορία την έλεγαν οι μεγάλοι.

Μια μέρα ανοίγαμε ένα αμπέλι και πέρασαν από πάνω με τον πατέρα της. Μας χαιρέτισαν. Του λέει η μάνα μου, Μιχάλη, σάμπως είναι καιρός να το πάρουμε το αίμα πίσω. Με είχε δει που το κοίταζα το θηλυκό. Πριν φύγω για την Αμερική την είχα αφήσει μικρή. Και τώρα ήταν κοπέλα, ψηλή, φτιαγμένη. Του άρεσε αυτουνού η κουβέντα, και σε λίγο καιρό έστειλε ανθρώπους και παντρευτήκαμε.

Τον Σεπτέμβριο έγινε γενική επιστράτευση. Κυβέρναγε ο Βενιζέλος και είχε συνεννοηθεί με Βουλγάρους και Σέρβους να κηρύξουν τον πόλεμο στην Τουρκία. Εγώ ήμουν αγύμναστος, κινδύνευα τώρα. Και η γυναίκα μου ήταν βαρεμένη στο πρώτο μας παιδί.

Πήγα βρήκα τον γιατρό Τσέκο. Πολιτευότανε ακόμα. Τον παρακάλεσα να ενεργήσει να απαλλαγώ. Μου λέει, δεν είναι εύκολα. Σήκω φύγε από το χωριό και θα δω τι θα κάνω. Ήξερε ότι είχαμε αγοράσει το χτήμα στο Παλαιοχώρι.

Σε καμιά δεκαριά μέρες κηρύχτηκε ο πόλεμος. Όσο να το καταλάβουμε, μπήκε ο στρατός μας στη Θεσσαλονίκη. Άρχισαν να βαράνε οι καμπάνες. Αλλά είχε γίνει πρώτα το Σαραντάπορο, είχαν πέσει κορμιά.

Αρχές Νοεμβρίου μας γράφει ο Δήμος από το Σικάγο ότι έρχεται να υποστηρίξει την πατρίδα μας. Τα παπόρια ξαναγύριζαν γεμάτα παιδιά. Μόλις έφταναν τους έστελναν αμέσως μπροστά. Ο Δήμος είχε κάνει στο ευζωνικό και τον έβαλαν σε άλλο καράβι και τον πήγαν στην Πρέβεζα, στο Σώμα του στρατηγού Βελισάριου. Από κει νικώντας έφτασαν στη Φιλιππιάδα.

Είχαμε ταχτική αλληλογραφία. Ύστερα έκανε να μας γράψει έναν μήνα. Εμείς πίσω είπαμε ότι σκοτώθη. Αποφασίσαμε να τηλεγραφήσουμε, να μάθουμε νέα του, αλλά ο στρατός είχε φύγει, προχώραγε για τα Γιάννενα. Ήταν ο διάδοχος μπροστά, ο ίδιος, κι έκανε ένα τέχνασμα, να περάσουν κρυφά με βαρέλια μια λίμνη, να πάρουν το φρούριο του Μπιζανιού. Έτσι, μ' αυτό το κατόρθωμα του Κωνσταντίνου κυρίεψαν το Μπιζάνι και οι Τούρκοι παράδωσαν τα Γιάννενα.

Μετά λίγες μέρες μας έγραψε. Φάνηκε ένα βράδυ ο διανομέας, μου 'δωκε το γράμμα. Το άνοιξα, διάβασα τις νίκες τους και ότι είναι καλά. Μας έγραφε ακόμα για έναν πατριώτη μας, Δημήτριο Καλογερή, που σκοτώθηκε. Αυτός σκοτώθηκε από αμέλειά του. Ήταν μέσα στο πρόχωμα και σηκώθηκε ορθός και την έφαγε, επληγώθη σοβαρά στα νεφρά. Μέχρι να τον πάρουν για το νοσοκομείο το μεταβατικό, έμεινε.

Ύστερα ήρθε και ο άλλος μας αδερφός από την Αμερική να πολεμήσει, ο Πάνος. Οι Βούλγαροι ήθελαν να κρατήσουν τη Μακεδονία. Και τον έστειλαν απάνω στις Σέρρες. Μέχρι να πάει, εκείνοι τα μάζεψαν. Έγινε ειρήνη, αλλά αυτόν δεν τον απόλυσαν. Απόλυσαν τον Δήμο. Ο Δήμος είχε τραυματιστεί, δίχως να το ξέρουμε εμείς. Τον είχε πάρει η σφαίρα ξέσκουρα, και το κράτησε μυστικό, για τη μάνα μας.

Ήρθε το παιδί με ένα μπαστούνι, φύλαγε μια στάλα το πόδι του. Είχαν να τον δουν οι γέροι από το 1902. Έκατσε κάμποσο στο χωριό, με τις αδερφές μας, να πάρει απάνω του.

Εγώ ήμουνα στο Παλαιοχώρι, στα καλαμπόκια.


1.     ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - Πριμαρόλια

Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 64-68.

 (απόσπασμα)

Ο Διονύσης Μαρκέτος ήταν ο μικρότερος αδερφός του αντρός της κυρίας Μαριόγγας. Ήταν ένας καλοκαμωμένος άντρας, με λευκό δέρμα και γαλανά μάτια, στητή κορμοστασιά, σίγουρες κινήσεις και προσεκτικά κομμένα μαλλιά. Ήταν αυστηρός. Ήταν εργατικός. Ήταν σταφιδέμπορος. Και ήταν επίσης δεινός ποδηλάτης.

Είχε γελάσει κοροϊδευτικά όταν πρωτοαντίκρισε αυτό το κατασκεύασμα με τις δυο ρόδες και το είχε θεωρήσει κατάλληλο μόνο για το τσίρκο. Σύντομα όμως το είδε ως χρήσιμο μεταφορικό μέσο, πιο γρήγορο από το μουλάρι και στη συντήρηση λιγότερο δαπανηρό από το άλογο. Φρόντισε και προμηθεύτηκε ένα από την Αγγλία και ισχυριζόταν πως είχε αποσβέσει το έξοδο στο πολλαπλάσιό του, αν υπολόγιζες πόσες φορές είχε αποφύγει να νοικιάσει άλογο ή να πάρει αμάξι.

Η αλήθεια είναι πως το μεταχειριζόταν συστηματικά.

Καβαλημένος στο ποδήλατό του είχε ξεκινήσει απόψε από το σπίτι του – σ’ ένα ισόγειο της Μιαούλη, κοντά στο ξυλουργικό εργαστήριο του Σιάνου και δυο βήματα από τον Παναχαïκό Γυμναστικό Σύλλογο στην Καλαβρύτων. Ντυμένος με το φράκο του, ο Μαρκέτος κατευθυνόταν προς τους Παπαγιάννη.

Η απόσταση ήταν μικρή και θα μπορούσε να είχε πάει με τα πόδια, αλλά προτίμησε το ποδήλατο για να μη σκονίσει τα παπούτσια του – είχαν τέτοια χάλια οι άστρωτοι δρόμοι της πόλης!

Ποδηλατούσε λοιπόν, ακολουθώντας την Κορίνθου, προσέχοντας να μην πέσει στις λακκούβες που μέσα στο σκοτάδι τού αποκάλυπτε, την τελευταία στιγμή, το φανάρι του ποδηλάτου του, και με το κεφάλι σκυμμένο, για να μην του πάρει ο αέρας το ψηλό του καπέλο, όταν στα αυτιά του έφτασε κάτι σαν ξεψυχισμένο νιαουρητό. Την πρώτη στιγμή ο νους του ερμήνευσε το θόρυβο ως το παράπονο νεογέννητου γατιού, που ψόφαγε της πείνας – ήταν ο τόπος γεμάτος από τέτοια έκθετα. Αμέσως μετά όμως αναθεώρησε την άποψη, και φρενάροντας απότομα γύρισε μερικά μέτρα πίσω. Η φωνίτσα ήταν ανθρωπινή.

Ακούμπησε το τιμόνι του ποδηλάτου του σε μια κολόνα, στερεώνοντάς το ορθό. Δεν ακουγόταν τώρα άχνα. Ο Διονύσης πέρασε μέσα στη στοά που σχημάτιζαν οι πρώτοι όροφοι των σπιτιών, έτσι καθώς πρόβαλλαν μερικά μέτρα πάνω στον δρόμο, στηριγμένοι σε πεσσούς. Στάθηκε εκεί και αφουγκραζόταν. Σε δυο τρία λεπτά, τα μάτια του που είχαν πια συνηθίσει στο πυκνότερο σκοτάδι, διέκριναν κάτι σαν μικρό σωρό λίγα μέτρα πιο πέρα. Πλησίασε, έσκυψε, και τον άγγιξε με τη μύτη του παπουτσιού του.

«Βρε συ;» έκανε.

Από τον μικρό σωρό ακούστηκε ένα αναρούφηγμα της μύτης.

«Τι έχεις βρε και κλαις;» ρώτησε ο Μαρκέτος, σκύβοντας αλλά πάντα χωρίς να αγγίζει το παιδί. Ώρες ήταν τώρα να κολλήσει ψείρες!

Γεμάτα από κάθε λογής ζωύφια ήταν τα δεκάδες ανήλικα αγόρια που τριγύριζαν στους δρόμους της Πάτρας. Βρωμούσαν επειδή ζούσαν άθλια, στοιβαγμένα σε αποθήκες, με άχυρο για στρώμα και σκεπάσματα, χωρίς μέρη να πλυθούν σωστά και χωρίς ρούχα να αλλάξουν. Όλη μέρα προσπαθούσαν με θελήματα και ζητιανιά να μαζέψουν τις δυο ή τρεις δραχμές που έπρεπε να δώσουν στον «μάστορα», σ’ αυτόν δηλαδή που τα είχε νοικιάσει από τους γονείς τους για εκατόν πενήντα ως τριακόσιες δραχμές το χρόνο. Ο «μάστορας» έβγαζε από τη δουλειά των παιδιών τα διπλά, και τοκίζοντας τοκογλυφικά αυτά τα κέρδη, πλούτιζε γρήγορα.

Την κακομοιριά και την αδικία αυτού του τρισάθλιου πάρε δώσε την ήξερε ο Μαρκέτος.

«Μίλα, μωρέ διάολε!» είπε τώρα εκνευρισμένος όχι από το παιδί αλλά από το μέγεθος του προβλήματος, που του θύμιζε δυσάρεστα το πόσο περιορισμένες ήταν οι δυνάμεις του. «Μίλα, μωρέ. Τι έχεις;»

Ο μικρός, τρομοκρατημένος από τον απότομο τρόπο του αγνώστου, δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να πει τον πόνο του – πως δηλαδή του έλειπαν τέσσερις δεκάρες για να συμπληρώσει το δίφραγκο του «μάστορα» και αν γύριζε χωρίς το ολόκληρο ποσό θα έτρωγε πολύ ξύλο.

«Φέρε δω τη χούφτα σου, μωρέ!»

Του μέτρησε τις τέσσερις δεκάρες, το διάταξε να περάσει την άλλη από το γραφείο του που είχε κάτι ψώνια να του κουβαλήσει, και καβάλησε πάλι το ποδήλατό του. Δεν είχε καθόλου το γλυκό συναίσθημα πως είχε κάμει κάτι καλό – ερεθισμός τον κατείχε και οργή, που δεν έβρισκε εναντίον τίνος να στραφεί. Επιθυμούσε να τα αρπάξει όλα αυτά τα παιδιά, να τα ξεβρομίσει, να τα ντύσει, να τα στρώσει στο σχολείο και κατόπιν να τα αμολήσει οπλισμένα για να βρουν την προκοπή τους στον κόσμο. Ναι, υπήρχε κρίση οικονομική μεγάλη και οι γονείς τους, πολύτεκνοι, υπέφεραν στα διάφορα χωριά τους. Ναι, η σταφίδα που πριν έτρεφε τον κόσμο, έμενε τώρα απούλητη, και η φτώχεια τσάκιζε παντού. Γιατί όμως έπρεπε αυτά τα αδύνατα πλάσματα να αίρουν τις αμαρτίες του κόσμου; Ποιος τα είχε καταδικάσει; Ποιος έφταιγε για την κόλαση, όπου ζούσαν;

«Η αγανάκτηση είναι περιττή και η αναζήτηση ενόχων άσκοπη», είπε στον εαυτό του. «Υπεκφυγές είναι όλα αυτά, μετάθεση ευθύνης. Αν γνοιάζεσαι πραγματικά, ανασκουμπώσου και δες τι μπορείς να κάνεις.»

Λεφτά. Για να οργανωθεί κάτι σαν τον «Παρνασσό» στην Αθήνα, χρειαζόταν λεφτά – να στεγαστούν, να τρέφονται και να διδάσκονται σε νυκτερινές σχολές όλα αυτά τα παιδιά. Λεφτά. Αλλά πού; Η κοινωνία της Πάτρας δεν ήταν στο σύνολό της αδιάφορη. Στήριζε ήδη το Βρεφοκομείο, το Γηροκομείο και το Νοσοκομείο. Δεν ήταν όμως και στο σύνολό της φιλάλληλος. Αν τουλάχιστον δεν κυριαρχούσε η κρίση…

Αυτή όμως η ίδια η σταφιδική κρίση ήταν που πολλαπλασίαζε τα ξεσπιτωμένα παιδιά. Είχαν αρχίσει να βγαίνουν στο σφυρί και να πουλιούνται τζάμπα τα χτήματα παραγωγών, που πριν από λίγα χρόνια ήταν ευκατάστατοι και μπορούσαν να θρέψουν τη φαμίλια τους. Άλλοι πάλι, που είχαν συνηθίσει να συμπληρώνουν το μικρό εισόδημά τους με εποχιακή εργασία στα κλήματα, στα αλώνια, στις σταφιδαποθήκες, δεν έβρισκαν πια δουλειά και μονομιάς πέφταν κάτω από το επίπεδο της ένδειας. Άλλους τους έπαιρνε σβάρνα η συμφορά του δανεισμού, και καταντούσαν δουλοπάροικοι στα πατρογονικά τους.

Και έτσι ολοένα πλήθαιναν τα δύστυχα παιδιά στους δρόμους.


1.     ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ - Εμπρός

Κωστής Παλαμάς, «Εμπρός» στo Λίνος Πολίτης (επιμ.), Ποιητική ανθολογία, τ. Στ', Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 81-82.

Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.
Μαυρίλα. Αστροπελέκι.
Μα το σπαθί γοργάστραψε,
και να! η βροντή τουφέκι!
Στον Πίντο απ' τον Ταΰγετο,
και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
κι ένας ο νους. Εμπρός!

 

Εμπρός! Βουνά, ψηλώστε μας,
και ω θάλασσα, να η ώρα!
στοίχειωσε τα καράβια μας,
και βόηθα, νικηφόρα.
Ξανά του Ρήγα η σάλπιγγα,
και πάει στα μισουράνια:
«Μαυροβουνιού καπλάνια
και Ολύμπου σταυραϊτοί!»

Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!
Κι αν πέφτει αστροπελέκι,
να! το σπαθί γοργάστραψε,
βρόντησε το τουφέκι.
Κρήτη, ο Μοριάς, η Ρούμελη,
εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,
αχολογάν οι κάμποι,
καίνε οι καρδιές. Εμπρός!


1.     Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ  - Η ζωή εν τάφω

Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, σ. 21-25.

Το βιβλίο του πολέμου

(απόσπασμα)

Σαν πεθαίνουν οι πορφυρογέννητοι νεκροί

 

Θυμάμαι τη μεγάλη κοσμοφουρτούνα της επανάστασης. Χιλιάδες λαός, συγκινημένος από μια χαρά γεμάτη αγωνία. Είναι τότες κανένας σε μια τέτοια κατάσταση: Ένα πράμα φλογερό σα φύσημα θεού τρέχει ζαλιστικά μέσα στις αρτηρίες, κάτι που δεν έχει συγκρατημό. Κάτι πρέπει να κάνεις και δεν ξέρεις τι. Να ουρλιάξεις άγρια και νικητήρια, πού ν' ακούσεις τη φωνή σου να χτυπά σαν τις σάλπιγγες της Ιεριχώς πάνω στους πύργους των Γκατελούζων, μέσα στ' απλωμένα πανιά των καραβιώ και πάνω στους τοίχους των δημόσιων χτιρίων; Ή να κλάψεις γλυκά, με δάκρυα σα χλιαρό σιρόπι, με το κεφάλι μαλακά ακουμπισμένο στα παχουλά γόνατα μιας αγαπημένης γυναίκας; Αυτές τις ώρες, άμα βρεθεί Κείνος που θα πει: «τούτο να κάνεις», το κάνεις με απέραντη απολύτρωση και τον θεοποιεί κιόλας η ευγνωμοσύνη σου η δακρυσμένη, μακάρι και να σου πει: «πέσε στη φωτιά». Και γυρωτρόγυρα ένας θόρυβος κυμάτιζε, χιλιόφωνος, πολυσύνθετος και μεθυστικός. Οι καμπάνες πάνω από την πολιτεία είχανε τρελαθεί! Αλάλαζαν πάνω από την επιφάνεια των κόκκινω στεγών, κι ήταν ένα κοπάδι ξεφρενιασμένοι αρχαγγέλοι που γέμισαν τον αγέρα με το φριχτό εγερτήριο. Χτυπούσανε τα κοντάρια στις χαλκένιες ασπίδες και χουγιάζαν. Είχανε μπρουτζένιες φωνές και τρομερές φτερούγες, τρικύμιζαν σα θάλασσα την ατμόσφαιρα. Είναι ένα πράμα αξιοθάμαχτο οι καμπάνες, σαν αρχίσουν και φωνάζουν με τα μεγάλα τους χείλια τ' απόκοτα τολμήματα των λαών. Οι ήχοι σμίγανε σα ζεστός αχνός μέσα στο αίμα. Είχανε μπαμπακένια χέρια και σπρώχνανε τις μάζες. Γινόντανε σκοινιά και δένανε μια-μια όλες τις ψυχές των ανθρώπων με τα ξετρελαμένα γλωσσίδια, ως εκεί ψηλά στα καμπαναριά! Άντρες, γυναίκες, γέροι και μωρά. Κάτι χαμένα ζα τρέχανε σαστισμένα ανάμεσα στα πόδια του κόσμου, που ξεχυνόταν, ποτάμι, από τα κατηφορικά σοκάκια. Οι σημαίες και τα μεταξωτά λάβαρα με τους αγίους παίζανε χαρωπά στον αγέρα. Τα χρυσά κρόσσια έσταζαν ήλιο κι οι ασπρογάλαζες φούντες από τις παντιέρες σ' αγγίζανε ανατριχιαστικά στα μαλλιά. Κάθε φορά που ανάσαινες, κατάπινες μια γουλιά ακριβό πιοτό και πάνω από την πηχτή θάλασσα των ανθρωποκεφαλιών που μερμήκιαζαν, τρέχανε μέσα στο φως μυστικά ηλεχτρικά ρέματα. Κάνανε τις ψυχές να τρέμουν σαν καλαμιές, τα δάχτυλα να διπλώνουνε σπασμωδικά.

Άξαφνα, μέσα σε τούτη την ξωτικιά σύναξη, που λες και γεννήθηκε μέσα στα όνειρα ενός θερμασμένου παιδιού, δεν ξέρω πώς έγινε και πρωτακούστηκε μια βροντή φορτωμένη από τρομάρα κι έχτρα μαζί.

-Κάτω ο βασιλιάς! Ζήτω ο πόλεμος!

Ο ρήτορας με τη θερμή φωνή και με τις μουσικές του, τις μελετημένες χειρονομίες, δεν την είχε φωνάξει. Τήνε ξεγέννησε μονάχα, μαστορικά, από το λαρύγγι του λαού. Ήταν ψηλός και λιγνός, τα μάτια του έφεγγαν σαν του άρρωστου. Είχε κυματιστά μαλλιά που τα ζευγάριζαν κάτι μακριά προφυματικά δάχτυλα. Το πρόσωπό του ήταν συμπαθητικό και θεατρίνικο. Κι η μεγάλη μύτη του φαινόταν ειλικρινά συγκινημένη, έτσι που έγερνε προσεχτικά προς το στόμα που ρητόρευε, μη λάχει και χάσει λέξη από το κήρυγμα που 'βγαινε κάτωθέ της. Και μια στιγμή που τα μακριά του χέρια υψωθήκανε προς το λαό σα φτερούγες και σα δέηση, έσκασε τ' αστροπελέκι: Κάτω ο βασιλιάς!

Θυμήθηκα έναν καθηγητή μας, έτσι λιανόν κι αδύνατο, που να τόνε φυσούσες - πουφ - θα 'πεφτε κάτω. Έβγαζε λοιπόν από την ηλεχτρική μηχανή του φωτισμού κάτι τρομερές σπίθες, που μπορούσανε να σκοτώσουν βουβάλι. Το 'κανε με την ίδια κομψή κίνηση.

-Κάτω ο βασιλιάς!

Σαν το πρωτοφωνάξαμε έτσι δα, με τις γροθιές σφιγμένες στα μεριά, με τα δόντια κλειδωμένα πάνω σε κάθε συλλαβή, σα να τις δαγκάναμε μια-μια, σταθήκαμε όλοι για μια στιγμή δίχως ανάσα. Ακούσαμε τον πρωτάκουστον αντίλαλο τούτης μας της κραξιάς που πλατάγισε κάπως παράξενα στους τοίχους των σημαιοστολισμένω σπιτιών και στα νερά του λιμανιού. Ένα παράξενο συναίστημα. Κάτι έλιωνε, κάτιτις κόπηκε μέσα στο στήθος. Ένα δυσάρεστο κενό άνοιξε ξαφνικά. Ήτανε τ' αδειανό βάθρο που γκρεμίσαμε πάνωθέ του το προαιώνιο είδωλο με μια καλή κλωτσιά;

Σε τούτες τις ώρες, που ένας ολάκερος λαός γίνεται ένα μονόψυχο και μονοκέφαλο ζο, τεράστιο και γερό, όταν όλοι ενεργούν μ' ένα ψυχόρμητο σκοτεινό και βαρύ σαν ένστιχτο, όταν όλα τα στήθια σμίγουν σ' ένα μεγάλο στήθος, μεγάλο σαν κουπές εκκλησιάς, κι αυτό το στήθος ανεβοκατεβαίνει με τον ίδιον λαχανιασμένο ρυθμό, σαν ανασασμός του ωκεανού, τι να συνέβηκε άραγες μέσα στο τεράστιο τέρας;

Λέω να σταμάτησαν για μια στιγμή μέσα στα μυστηριακά λαγούμια της κυκλοφορίας του μια μακριά αράδα γέροι πατεράδες, προσπαπούδες και προγόνοι, που ζούσαν, αιώνες τώρα, με τη βυζαντινή παράδοση μέσα στο αίμα μας με τα χιλιόψυχα αιμοσφαίριά τους. Λέω να σταμάτησαν ξαφνιασμένοι μες στο αιώνιο περπάτημά τους. Απόρεσαν, που ακούσανε τούτη την πρωτάκουστη βλαστήμια, χτύπησαν τα δεκανίκια στις πλάκες και φωνάξανε με σουρωμένα τ' άσπρα τους φρύδια:

-Πώς; Κι η Μεγάλη Ιδέα; Κι ο Βασιλιάς που θα βγει από το ιερό να τελειώσει τη λειτουργιά του στην Αγιά Σοφιά; Κι ο ύμνος της «Υπερμάχου Στρατηγού»; Κι ο δικέφαλος πάνω στο σφραγίδι της βασιλόπιτας; Και το «Κωνσταντίνος έδωκε, Κωνσταντίνος θα λάβει»; Κι ο Αγαθάγγελος; Καταραμένοι! Καταραμένοι! Καταραμένοι!

Μα εμείς, μεθυσμένοι από τη δύναμη της τόλμης μας, συγκινημένοι βαθιά από την αδάμαστην αγάπη της Φυλής, έτοιμοι να πεθάνουμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι για την Ελλάδα, ξαναφωνάξαμε πάλι και πάλι, πολλές φορές, με πείσμα, με μανία, με λύσσα:

-Κάτω! Κάτω οι βασιλιάδες! Κάτω το σκυλολόγι!

Τα χείλη μας τρέμανε λιγάκι, μα οι φωνές μας καπάκιασαν την κατάρα των παπούληδων.

Είμαστε οι νέοι! Οι νέοι! Είμαστε οι λεύτεροι ανάμεσα σε λεύτερους. Το ελληνικό αίμα μας είναι πιο κόκκινο απ' όλες τις πορφύρες. Τα ωραία παραμύθια ήτανε καιρός να παραμερίσουν τους χρυσούς τους μανδύες και τα βαριά βελούδα για να περάσει η πραγματικότητα. Η «βασιλική πρόληψη», που έκλεισε με τ' αναιμικά της δάχτυλα τα μάτια ολωνώ των προγόνω μας απ' το Βυζάντιο κι εδώ, η «βασιλική πρόληψη» παραπετούσε ζαλισμένη γύρω μας, φτωχή σαστισμένη νυχτερίδα που 'χασε τα νερά της και δέρνεται μέσα στο φως. Παράδερνε στα ντουβάρια και στους στύλους των φαναριώ, σκουντουφλούσε στους κορμούς των δέντρων, πάνω στο μουράγιο, πάνω στα κατάρτια, άθλια, τυφλή, άσκημη.

Κι ο θρίαμβος ο γκρεμιστής, ο θρίαμβος της οργής μας, τήνε κυνήγησε ώρες αλύπητα, σαν παιδί με το σκουπόξυλο, την Ιδέα-Νυχτερίδα.

-Κάτω! Κάτω ο βασιλιάς! (Το βήτα μικρό-μικρό. Να, τόσο δα.)

Το βράδυ, σαν απομείναμε ολομόναχοι πλαγιασμένοι στο κρεβάτι, ξαναλέγαμε γενναία μες στο νου μας την τολμηρή φράση, έτσι για να συνηθίσουμε με δαύτη.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει ίσως και σαν απομένεις να ξενυχτερέψεις έναν πεθαμένο. Ξέρεις πως δεν κουνιέται, πως δεν μπορεί να σου κάνει το παραμικρό κακό, μηδέ μπορεί να σου γνέψει, να, παίζοντας έτσι δα το ματόφυλλο. Είσαι βέβαιος πως τώρα πια είναι ένα πράμα σαν το τραπέζι, σαν την παντούφλα, σαν το μαξιλάρι που πατάς. Όμως ούτε να τον πατήσεις αποκοτάς, ούτε καν σου βαστά να τον κοιτάξεις πολλήν ώρα. Δεν μπορείς να συνηθίσεις με τη νέα κατάσταση. Και τρέμεις μέσα στα φυλλοκάρδια σου, και σου 'ρχεται να παρακαλέσεις τον πεθαμένο μην τύχει, ο μη γένοιτο, και του κατεβεί να σου κάνει κανένα χωρατό, λογουχάρη να σου βγάλει τη γλώσσα, γιατί μπορεί να κοκαλώσεις στον τόπο από την τρομάρα πριν προφτάσεις να το βάλεις στα πόδια.

Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.


ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ ΦΕΝΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου